- πασίχαρος
- -η, -οπολύ χαρούμενος, ολόχαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασίχαρος — η, ο ο πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + χάρος (< χαίρω), πρβλ. πρόσ χαρος] … Dictionary of Greek
ερωτόχαρος — η, ο αυτός που δοκίμασε τις χαρές τής αγάπης, που χάρηκε, απόλαυσε τον έρωτα («νιότης ερωτόχαρης», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + χάρος < χαίρω (πρβλ. ολόχαρος, πασίχαρος, περίχαρος κ.ά.)] … Dictionary of Greek